διαρραγῶ

διαρραγῶ
διαράσσω
strike through
aor subj pass 1st sg (attic epic doric)
διαρρήγνυμι
break through
aor subj pass 1st sg (attic epic doric)
διαρρᾱγῶ , διαρρήγνυμι
break through
aor subj pass 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ωριμάζω — ὡριμάζω, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γουρμάζω Ν [ὥριμος] (για καρπούς) γίνομαι ώριμος, μεστώνω νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) α) φτάνω στην ακμή τής ηλικίας μου και, συνεκδ., ενηλικιώνομαι β) αποκτώ την ικανότητα να κρίνω και να αποφασίζω με σοβαρότητα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”